- κατάλιθος
- κατάλιθος, -ον (Α)στολισμένος με πολύτιμους λίθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος, υπό-λιθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάλιθον — κατάλιθος set with precious stones masc/fem acc sg κατάλιθος set with precious stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιθώ — καταλιθῶ, όω (Α) [κατάλιθος] 1. λιθοβολώ κάποιον ώσπου να πεθάνει 2. διακοσμώ με πολύτιμους λίθους … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek